καρδάρι

καρδάρι
το (Μ καρδάρι)
δοχείο για το άρμεγμα τών ζώων, μικρή καρδάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < μσν. καδ-άριον, υποκορ. τού κάδος ή < λατ. quartarius (μέτρο χωρητικότητας) ή < μσν.) καλδ-άριον «θερμαντικό σκεύος» (< λατ. caldarium)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • καλδάριον — καλδάριον, τὸ (Μ) αγγείο μέσα στο οποίο έρμαιναν υγρά, λέβητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < caldarium πρβλ. και νεοελλ. καρδάρι, που συνδέεται πιθ. ετυμολογικώς] …   Dictionary of Greek

  • καρδάρα — η 1. ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουν το γάλα 2. μτφ. (για ανόητο άνθρωπο) το κεφάλι («η καρδάρα του δεν τά παίρνει τα γράμματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδάρι* με αλλαγή γένους ως μεγεθ.] …   Dictionary of Greek

  • căldare — CĂLDÁRE, căldări, s.f. I. Vas mare tronconic sau cilindric, prevăzut cu o toartă la partea superioară, folosit pentru păstrarea şi transportul materialelor lichide, pulverulente sau granuloase; găleată. ♢ Căldare de abur = instalaţie (la… …   Dicționar Român

  • βεδούρα — βεδούρα, η και βεδούρι, το (λ. σλαβ.), μικρός ξύλινος κάδος μέσα στο οποίο πήζουν το γιαούρτι, το καρδάρι: Στα παλιά τα χρόνια η βεδούρα κρεμόταν από το ταβάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδάρα — καρδάρα, η και καρδάρι, το (ίσως λ. λατ.), ξύλινος κάδος, μέσα στον οποίο αρμέγουν το γάλα: Πίνουν αφρό από την καρδάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”