-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
καλδάριον — καλδάριον, τὸ (Μ) αγγείο μέσα στο οποίο έρμαιναν υγρά, λέβητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < caldarium πρβλ. και νεοελλ. καρδάρι, που συνδέεται πιθ. ετυμολογικώς] … Dictionary of Greek
καρδάρα — η 1. ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουν το γάλα 2. μτφ. (για ανόητο άνθρωπο) το κεφάλι («η καρδάρα του δεν τά παίρνει τα γράμματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδάρι* με αλλαγή γένους ως μεγεθ.] … Dictionary of Greek
căldare — CĂLDÁRE, căldări, s.f. I. Vas mare tronconic sau cilindric, prevăzut cu o toartă la partea superioară, folosit pentru păstrarea şi transportul materialelor lichide, pulverulente sau granuloase; găleată. ♢ Căldare de abur = instalaţie (la… … Dicționar Român
βεδούρα — βεδούρα, η και βεδούρι, το (λ. σλαβ.), μικρός ξύλινος κάδος μέσα στο οποίο πήζουν το γιαούρτι, το καρδάρι: Στα παλιά τα χρόνια η βεδούρα κρεμόταν από το ταβάνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρδάρα — καρδάρα, η και καρδάρι, το (ίσως λ. λατ.), ξύλινος κάδος, μέσα στον οποίο αρμέγουν το γάλα: Πίνουν αφρό από την καρδάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)